- ημιμανής
- ἡμιμανής, -ές (Α)1. μισότρελος2. αυτός που πρόσκαιρα δεν έχει νηφάλιο νου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -μανής (< μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ε-μάν-ην), πρβλ. γυναι-μανής, εκ-μανής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡμιμανής — half mad masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιμανῆ — ἡμιμανής half mad neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἡμιμανής half mad masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἡμιμανής half mad masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιμανεῖς — ἡμιμανής half mad masc/fem acc pl ἡμιμανής half mad masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιμανές — ἡμιμανής half mad masc/fem voc sg ἡμιμανής half mad neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιμανοῦς — ἡμιμανής half mad masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek